Ἰουδαιζόντων

Ἰουδαιζόντων
Ἰουδαίζω
pres part act masc/neut gen pl
Ἰουδαίζω
pres imperat act 3rd pl
Ἰουδαϊζόντων , Ἰουδαίζω
pres part act masc/neut gen pl
Ἰουδαϊζόντων , Ἰουδαίζω
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… …   Dictionary of Greek

  • Εβιωνίτες — Αίρεση ιουδαϊζόντων χριστιανών, που εμφανίστηκε από τα τέλη του 1ου αι. στην Παλαιστίνη και στη Συρία και εξαφανίστηκε κατά τον 4o αι. Κύρια έδρα τους ήταν η Πέλλα της Πιερίας. Οι Ε., που ήταν αυστηροί τηρητές του μωσαϊκού νόμου, αναγνώριζαν στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”